11/08/2007


Το παρόν δοκίμιο εχει ως στοχο τον προσδιορισμό ενος χώρου όπου θα περιγράφεται το ζεύγος των εννοιων αυπνιας-υπνοβασιας. Ένας ενδιάμεσος χώρος μεταξυ των εννοιών, οπου το ζεύγος αυτο δεν ειναι μονάχα αντιθετικό, όπου η μεταξυ τους σχέση ειναι αλληλοκαλυπτόμενη ή και συμπληρωματική.
Θα προσπαθήσω να επισημάνω τα δομικά χαρακτηριστικά αυτής της σχέσης, που ανακύπτει μεσα στη διαδικασια του υπνου, μεταφέροντας, μετατοπίζοντας την έρευνα στη διαδικασια της αναγνωσης και παρατηρώντας φαινόμενα ταυτοχρονης αυπνιας-υπνοβασιας εντος αυτής.
Για να αντιληφθώ τις παραπάνω σχεσεις, αρχικα θα ορίσω τις καταστάσεις υπνου και αναγνωσης ως διαδικασιες, μεσα στις οποίες θα ανακαλυψω την ταυτοχρονία αυπνίας και υπνοβασια.
Θέλω να αποδειξω δηλαδη οτι στη διαδικασια της αναγνωσης, ενυπαρχουν και οι δυο καταστασεις υπνικής διάθεσης.

Αναγνωση: Η κατανόηση του περιεχομένου ενος γραπτού-τυπωμενου κειμένου μεσω της αναγνώρισης της σημασιας των συμβόλων του γραπτου λόγου με τα οποία αυτο ειναι διατυπωμενο, καθώς και η διαρκεια αυτης διαδικασιας.
Στη διαδικασια της αναγνωσης θα υπαρξουν στιγμες που η ροη της διακόπτεται, σκαλώνει, βουλίαζει σε σημεια οπου ειναι αδυνατο να αναγνωριστουν τα συμβολα κωδικοποιησης- και ετσι να ανα-παραχθει η λεξη-προταση- και επειτα το νοημα που αυτη κουβαλά. Εντούτις η διαδικασια της αναγνωσης δεν σταματα, ο αναγνωστης συνεχίζει να βρίσκεται εντός της, να διαβαζει τις λέξεις, να καταννοει τις προτάσεις. Τετοιες ειναι οι στιγμες της ανορθογραφίας και ακατανοησιας.


Υπνος: Φυσιολογικη περιοδική κατασταση ναρκης του οργανισμού και του νευρικού συστηματος που χαρακτηριζεται απο ελάττωση της συνειδησης και της εκκουσιας κινητικής δραστηριοτητας, ανακαμψη της ασυνείδητότητας, προσωρινή τυφλότητα, καταργηση της εγρηγορσης, η οποία ειναι αμεσα αντιστρεπτη καθώς και μείωση της ικανότητας αντιδράσεως στα ερεθίσματα.
Στη διαδικασια του υπνου θα υπάρξουν στιγμές που η παραπανω διαδικασια διακόπτεται σε συγκεκριμένα σημεία, βουλιάζει, αποκοπτεται. Τετοιες ειναι οι στιγμες της αυπνιας και της υπνοβασιας.

Η περιγραφή των στιγμών της αυπνίας και της υπνοβασιας ως υποβαθρο για την ανατομια της διαδικασιας της αναγνωσης και των πιθανων αντιστοιχων στιγμων μη δεδομενης κανονικότητας.

Αυπνία - εγω
Η αίσθηση παω για ύπνο. Η πίστη ότι θα κοιμηθώ αν ακολουθήσω τη συνηθη διαδικασια. Ξαπλώνω συνήθως ανασκελα, περνάω το χερι μου πάνω απο τα ματια μου και δημιουργω μια αισθηση εσκεμμενης τυφλοτητας, που με αποκόπτει απο τη πραγματικότητα της ημερας και το χωρο του δωματιου. Χαλαρώνω, σκεφτομαι χωρις ειρμό- σημερα, χτες, εγω, αυτος, εκει, με, χωρις- το σωμα εχει χαλαρωσει, δεν υπαρχει μυς που να τον αντιλαμβανομαι ως ξεχωριστο μελος του σωματος μου.
Κατι αντιστεκεται στο νου, αρχικα. Μια σκέψη γινεται δυνατότερη, δεν μπορω να την αφησω να διαχυθεί, συγκεντρώνεται, επιμενει. Το σωμα μου αρχιζει να αντιδρα, αντιστέκεται και αυτο, σφιγγεται, δεν βολευεται, επανερχεται η εγρηγορση. Αυπνη. Η πίστη ότι θα κοιμηθώ αν ακολουθήσω τη συνηθη διαδικασια με κανει να αντιστεκομαι περισσοτερο και να αποκτω αυξανομενη ανησυχια, καθως συνεχιζω να μην μπορω να κοιμηθω. Αδυναμια εισοδου σε κατασταση φυσιολογικου υπνου.

Υπνοβασία- αυτός
Η συμπεριφορα του ειναι αναμεσα στην ενυπνια και αυπνη πραγματικότητα. Το σώμα του δεν βρισκεται σε οριζοντια θεση, δραστηριοποιειται, ενω ο ιδιος δεν αντιλαμβανεται ούτε θυμαται τα γεγονοτα αυτων των στιγμων. Δημιουργει ενα κλειστο συστημα, μεσα στο οποίο βυθίζεται και ταυτοχρονα ξεχνα πως υπάρχει. Σηκώνεται και ακολουθεί διαδρομή που το σωμα του θυμαται απο την συνήθεια, η οργανώνει μονος του, εκείνη τη στιγμή, μια πορεία που θα μπορουσε να ανταποκρίνεται στην ενσυνειδητη ασυνειδητότητα που τον περικυκλωνει εκεινες τις στιγμες. Επιτελει σαν αυτόματο, μια σειρα απο πραξεις, τις οποίες το σωμα μου εκτελεί χωρις επιλογή.
Η υπνοβασια μπορει να διαπιστωθει μονο απο τον αλλο, καθως ο υπνοβατης δεν διαθέτει συνειδητότητα των πραξεων του, που συνεπάγεται με ενθύμιση αυτων του των πράξεων. Θυμαται την υπνοβασια του μεσω του αλλου.


ανορθόγραφα
Τη στιγμή της αναγνωσης ο αναγνώστης βρίσκεται αντιμέτωπος με μια γραφή της οποίας ο γραφών ειναι απων, ουσιαστικά η αναγνωση ειναι η συνάντηση του αναγνώστη με τα ίχνη καποιου απόντος, ουσιαστικά η αναγνώριση των ιχνών ενος απούντος, και η ανακατασκευη του νοηματος απο τον αναγνώστη συναρμολογώντας αυτα τα ιχνη. Η εκπαίδευση του αναγνωστη του δινει τη δυνατότητα να διαβάζει πολυ γρήγρα, άμεσα, σχεδόν χωρίς προσαπαθεια, να ξεδιαλέγει τα σημεια-συμβολα-γραμματα και να δημιουργει αρχικα λεξεις και μετα προτάσεις. Να αντιλαμβάνεται τη λεξη απο τη σωστη ακολουθία γραμματων, την προταση απο τη σωστη ακολουθία λεξεων, και το νοημα απο την αλληλοκαλυπτομενη ακολουθία προτασεων.
Τη στιγμή που μια λεξη ειναι γραμμενη λαθος, αναρθόγραφα, χρησιμοποιει δηλαδη σημεια που προσομοιαζουν φωνητικα- η περιπτωση συνθετων φωνηέντων, πολλαπλών επιλογών ομόχηων φωνηέντων και η χρηση greekenglish- ο αναγνωστης σκαλωνει προσωρινα πανω στο λαθος, αλλα το ματι και η αναγνωστική του ικανότητα, επανερχονται, συνεχιζοντας την αναγνωση, σχεδον αυτοματα.










ακατανοητα
Διαβάζοντας ενα κειμενο, βρισκομαι μπροστα σε σημεια σκοτεινα, κενα που δεν μπορώ να τα συνδέσω σε μια διαδοχή νοηματος, καθώς υπολείπονται πληροφορίες για να ολοκληρώσω την αλυσιδα νοηματος που φερει. Κομματιάζω το κειμενο σε ενοτητες που μπορω να αναγνωρίσω το νόημα τους και σε σημεια που προσπερνώ χωρις να κατανοώ. Εχω τη γενική αισθηση νοήματος του κειμένου αλλα δεν αντιλαμβάνομαι ενα προς ενα καθενα απο τα σημεια του. Η νοητική μου ικανότητα διεγείρεται, συγκεντρωνομαι, επιμένω. Το σωμα μου αρχιζει να να αντιδρά, τα ματια μου περνούν πολλές φορές πανω απο το ιδιο σημειο, την ιδια λεξη. Τρεχουν επαναλαμβανόμενα πανω στην αράδα του κειμενου, απαιτουν νόημα. Αυπνη. Η πίστη ότι θα αντιληφθώ αν ακολουθήσω τη συνηθη διαδικασια με κανει να αντιστεκομαι περισσοτερο και να αποκτω αυξανομενη ανησυχια, καθως συνεχιζω να μην μπορω να κατανοησω.


Εντούτις ενας αναγνωστης βρισκεται συνεχως και στις δυο καταστασεις. Αυπνης αναγνωσης δυσνόητων σημείων κειμενου και υπνοβατικής αναγνωρισης των σημείων που κατασκευαζουν το υπολοιπο κειμενο. Καταστροφής της αναγνωσης και αυτοματης εκτελεσης της.
Η ανορθογραφία και η ακατανοησια αποτελουν δυο καταστάσεις μη δεδομενης κανονικότητας της διαδικασιας της αναγνωσης που υπογραμμίζουν την ταυτόχρονη υπνοβατική κατασταση στην οποια διερχεται ο αναγνωστης καθως εκπαιδευεται στο κωδικα αναγνωρισης και το στιγμιαιο αυπνο επεισόδιο καθως ο αναγνώστης δεν βρισκει τον τροπο να εισέλθει στον κώδικα, μεσα απο αρρυθμα σημεια ακατανοησιας.



Vilem Flusser, Η γραφή, εκδ. Ποταμός, Αθήνα 2006
Ψηφία: άδεια δοχεία, τα οποία περισυλλέγουν σύνολα από κάτι. Π.χ το ψηφίο (2) περισυλλέγει από ένα σύνολο ιδεών, ενώ το ψηφίο γραφής (α) περισυλλέγει από ένα σύνολο προφερόμενων φθόγγων.
Τα γραπτά κείμενα, είναι σειρές ψηφίων, είτε πρόκειται για γράμματα, είτε για άλλα γραπτά σημεία. Η ανάγνωση των γραπτών κειμένων που αποτελούνται από σειρά ψηφίων σημαίνει από-ψηφιοποίηση ή αποκρυπτογράφηση, δηλαδή περισυλλογή των συνόλων που περιέχονται στα ψηφία που αναγιγνώσκουμε.
Τα ψηφία είναι τακτοποιημένα σε συστήματα.
Τα συστήματα το ονομάζουμε κώδικες.
Τα συστήματα ψηφίων έχουν κανόνες που τακτοποιούν τη σχέση μεταξύ των ψηφίων.Π.χ Αλφαβητικός κώδικας, κώδικας αραβικών αριθμών
Για να αναγνώσει, πρεπει να αναγνωρίσει ποιος κώδικας χρησιμοποιήθηκε. Αυτό γίνεται σχεδόν αυτόματα.
Η αποκρυπτογράφηση είναι η περισυλλογή των περιεχομένων από τα δοχεία τους, είναι ένα ξεδίπλωμα αυτών που έχει τοποθετήσει, διπλώσει, υπονοήσει μέσα στα δοχεία ο κρυπτογραφητής. Η γραφή πάντα κρύβει.
Η γραφή περισυλλέγει περιεχόμενα μέσων των ψηφίων (κρυπτογράφηση) και η ανάγνωση περισυλλέγει αυτό που έχει συγκεντρωθεί στα ψηφία (αποκρυπτογράφηση)
Τα μάτια μας κατά την αποκρυπτογράφηση πετούν ως επί το πλείστον κατά μήκος των γραμμών και ξεδιαλέγουν τα περιεχόμενα των ψηφίων-δοχείων χωρίς κόπο.
Διαφεύγουν κάποια απόκρυφα περιεχόμενα. (Δική μας επιπολαιότητα, πονηριά του κρυπτογραφητής)


Είδη αποκρυπτογράφησης-ανάγνωσης

Προσεκτικό ξεδίπλωμα-σχολιασμός
Το γραφείν φτιάχνει ημιτελή κατασκευάσματα, οι αναγνώστες είναι αυτοί που θα ολοκληρώσουν το κατασκεύασμα, σχολιάζοντας το. Ο αναγνώστης συ-στοχάζεται με τον συγγραφέα, προκειμένου να οδηγήσει τον στοχασμό στο τέρμα και να αποτελειώσει το γράψιμο των γραμμών προεκτείνοντας τες.


Βιαστικό ξεφύλλισμα-υπάκουο
Κείμενα, τα οποία μεταδίδουν μοντέλα συμπεριφοράς (προτάσεις του πρέπει, π.χ η Γη περιστρέφεται γύρω από τον ήλιο-υπάρχει ένα εσωτερικό πρέπει )
Η υπάκουη ανάγνωση, η οποία καθιστά τους επιστήμονες αυθεντίες παρά τη θέληση τους, βασίζεται στη γραμμόμορφη δομή των κειμένων. Το μάτι πρέπει να ακολουθήσει την αράδα, αν θέλει να προσλάβει το μήνυμα. Με αυτόν τον τρόπο όλοι οι γράφοντες γίνονται συγγραφείς και αυθεντίες, με ή χωρίς τη θέληση τους.



Δύσπιστη οσφρητική αναγνώριση-κριτική
Όποιος διαβάζει κριτικά ένα κείμενο θεωρεί τον συγγραφέα ως εγκληματία και ο αναγνώστης γίνεται ντετέκτιβ. Ο γραφών είναι πάντοτε εγκληματίας γιατί ψεύδεται (ακόμη και ασυνείδητα). Ο κριτικός αναγνώστης βρίσκει τα ίχνη του εγκληματία καθώς διαβάζει τις γραμμές προς την αντίθετη κατεύθυνση, για να εισέλθει εντός του, στα συμφραζόμενα του, στο ασυνείδητο του συγγραφέα.
Όλες οι αράδες στρέφονται εναντίον τους εαυτού τους, για να φάνε την ουρά τους. Ουροβόρος όφης.

Οι τυποι αναγνωσης αποκτουν χαρακτηριστικα αυπνίας ή υπνοβασίας, η τελικα χαρακτηριστικά και των δυο καταστασεων.
Στο προσεκτικο ξεδίπλωμα-σχολιασμός ο αναγνωστης συμπληρώνει και προεκτείνει τα γραφόμενα. Βρισκεται σε εγρήγορση που δεν του επιτρέπει να εισέλθει ολοκληρωτικά στο κλειστο, κατασκευασμένο σύστημα του συγγραφέα, όπου ταυτίζεται με τα περιγραφόμενα προσωπα, όπου βεβαιώνεται ή αφήνεται να περιμενει για την εξελιξη της ιστορίας. «Το αίσθημα της βεβαιότητας, με το οποίο συνοδεύω τον ήρωα μέσα απο τις επικίνδυνες δοκιμασίες της τύχης του, ειναι ταυτόσημο με εκείνο που διακατέχει τον πραγματικό ήρωα, οταν πηδάει στο νερο για να σωσει καποιον»[1]. Δεν μπορεί να εισελθει ολοκληρωτικά στη διαδικασια της αναγνωρισης της εγγραμμένων, σκεψεις δικές του, τασσονται διπλα σε αυτο το κειμενο, παρατείθονται, σχολιαζουν η οχι αυτα που γραφονται. Οποιοδηποτε και αν ειναι το περιεχομενο αυτων των επιπλέων γραμμων, ειναι προιον αντιστασης του αναγνωστη να περασει στο υπνωτικο συμπαν του δημιουργου-συγγραφεα. Μια αυπνη δια-μαρτυρια.
Στο βιαστικο ξεφυλλισμα, με την υπακοη στη γραμμομορφη δομή των κειμένων, ο αναγνώστης αν θελει να αναγνωρίσει το νοημα του κειμένου, ακολουθει, υποτασσεται, βυθίζεται μεσα στο κλειστο συστημα του συγγραφέα και σταδιακα η αναγνωση γινεται μηχανική, αυτοματη, τα ματια τρέχουν πανω στις γραμμες και στις επομενες σειρες, το νοημα εχει διαφύγει ή έχει διασκορπιστει. Αυτη η μηχανιστικη κινηση των ματιων πανω στις γραμμες που υπνωτιζει τον αναγνωστη μπορει να υπαρξει ως χαρακτηριστικο υπνοβατικο, κινησης μεσα σε περιβαλλον σταθερο και κλειστο, χωρις συνειδηση αναγνωστη, χωρις θύμηση των προηγούμενων και χωρις προσδοκια των επόμενων. Μια υπνοβατικη προσ-υπογραφή.
Υπαρχει κα μια περιοχή, ενας ενδιαμεσος χώρος, οπου η αναγνωση θα μπορουσε να εχει χαρακτηριστικα δυσυπόστατα, αϋπνης διαμαρτυρίας και υπνοβατικής προσυπαγραφής. Στη δυσπιστη οσφρητική αναγνωση, ο κριτικός αναγνώστης βρίσκει τα ίχνη του συγγραφεα καθώς διαβάζει τις γραμμές προς την αντίθετη κατεύθυνση, για να εισέλθει εντός του, στα συμφραζόμενα του, στο ασυνείδητο του συγγραφέα. Ο αναγνωστης αυτος διαβαζει προς την αντίθετη φορά, βρισκεται σε εγρήγορση αυπνίας, ενω για να υπαρξει ως αναγνωστης θα πρεπει να εχει ήδη δεχτει να εισελθει στο υπνοβατικο, κλειστο σύστημα που δημιουργεί ο συγγραφέας με συνεχεις, αυπνες προσπάθειες.
Το αντιδοτο της αυπνίας, περιεχει μικρή ποσότητα υπνοβατικού δηλητηρίου.
[1] Freud S, Ο ποιητης και η ψυχανάλυση, «Ψυχανάλυση και Λογοτεχνια», εκδ.Επικουρος,
σελ 159

Levy Pierre, Δυνητική Πραγματικότητα (Realite Virtuelle), μτφ. Μιχάλης Καραχάλιος. Εκδ. Κριτική, Αθήνα, σελ 45-47
«Διαβάζουμε ή ακούμε ενα κείμενο. Τι συμβαίνει ακριβώς τη στιγμή αυτή; Κατ’αρχήν το κειμενο ειναι διάτρητο, γεματο σκούρα σχήματα και κενά. Πρόκειται για τις λεξεις, τα μελη των φράσεων τα οποία δεν ακούμε και δεν εννοούμε. Πρόκειται για τα τμήματα του κείμενου τα οποία δεν καταλαβαίνουμε, δεν τα συνδέουμε με άλλα, δεν τα εντάσσουμε σ’ενα σύνολο, αλλα τα αγνοούμε. Έτσι που, παραδόξως, η ανάγνωση, η ακρόαση αρχιζει με την αγνόηση, την «απανάγνωση» (delire) ή την διάλυση (délier) του κειμένου. Την ώρα που το «κομματιάζουμε» με την ανάγνωση η την ακρόαση, συμβαίνει και να «τσαλακώνουμε» το κείμενο. Το κανουμε να αναδιπλωθεί στον εαυτό του. παραπέμπουμε το ένα στο άλλο τα χωρία που σχετίζονται μεταξύ τους. Αυτά τα μέλη που βρίσκονται σκόρπια, εκτεθειμένα, στρωμένα στην επιφάνεια των σελίδων ή στη γραμμικότητα του λόγου, τα ράβουμε μαζί: διαβάζω ενα κείμενο σημαίνει «ξαναβρίσκω» τις χειρονομίες του υφαντουργού που του χάρισαν το όνομα του. (Texte: κειμενο, Texture: ύφανση)
Τα χωρία του κειμένου διατηρούν δυνητικά μεταξύ τους μια επικοινωνία, μια ανταπόκριση, σχεδόν μια επιστολογραφική δραστηριότητα που ενεργοποιούμε όπως μπορούμε, ακολουθώντας ή όχι τις οδηγίες του συγγραφέα. Ως ταχυδρόμοι-συντελεστες (facteurs) του κειμένου, ταξιδεύουμε απο το ένα ως το άλλο άκρο του νοηματικού πεδίου με τη βοήθεια των ενδείξεων και των κατευθυντήριων σημάτων με τα οποία το έχουν εφοδιάσει ο συγγραφέας, ο εκδότης και ο τυπογράφος. Μπορούμε πάντως να παραβούμε τις οδηγίες, να ακολουθήσουμε παρακαμπτήριες οδούς, να παραγάγουμε απαγορευμένες αναδιπλώσεις, να υφάνουμε μυστικά δίκτυα, να προκαλέσουμε την ανάδυση αλλων σημασιακών τοπίων.
Τέτοιο ειναι το έργο της ανάγνωσης: ξεκινώντας απο μια γραμμικότητα ή μια αρχική ρηχότητα, αυτό το κομματιασμα, το τσαλάκωμα, το στρίψιμο, το ξαναράψιμο του κειμένου διανοίγει ενα ζωντανό τόπο όπου μπορεί να αναπτύσσεται το νόημα. {...}
Απο το ίδιο το κείμενο, σε λίγο δεν μένει πια τίποτε. Στην καλύτερη περίπτωση, χάρη σε αυτό, θα έχουμε επιφέρει μια μικρή τροποποίηση στις ερμηνείες μας για τον κόσμο. Μας χρησιμεύει ισως μόνο για να κάνουμε να συντηχήσουν καποιες εικόνες, κάποιες λέξεις που ήδη κατείχαμε. Ορισμένες φορές, εντάσσουμε ένα απο τα κομμάτια του, που μεταφέρει μαι ειδική φόρτιση, σε μια ορισμένη ζώνη της μνημονικής μας αρχιτεκτονικής, και ενα άλλο κομμάτι σε άλλο τμήμα των διανοητικών μας δικτύων.»


James Carroll, “Silent reading in public life”, The international Herald Tribune, 13 -02- 2007
«Κουνάτε τα χειλη σας ενω διαβαζετε αυτο το κειμενο; Βαζετε το δεικτη σας κατω απο τις λεξεις καθώς τις αποκρυπτογραφείται; Αυτα ειναι τα χαρακτηριστικα του πολυ νεαρου αναγνωστη. Οι δασκαλοι στο σχολειο σας θεραπεύσανε απο τις εξωτερικές εκδηλώσεις της διανοητικής αυτής εργασίας.
Η αναγνωση οπως την ξερουμε ειναι εσωτερική. Τα ματια σας κινουνται και τίποτα αλλο.
Στον αρχαιο κοσμο, τα κειμενα διαβαζονταν μεγαλόφωνα. Το μυαλο επιανε το νοημα των λεξεων με το αυτι, οσο και με το ματι, και ολοκληρο το σωμα εμπλεκόταν στη διαδικασια. Αυτο ηταν απαραίτητο λόγω της τεχνολογίας του κειμένου. Οι περγαμηνες και οι παπυροι ηταν σπανια αντικείμενα στα οποία οι περισσότεροι δεν ειχαν προσβαση, ετσι οι ανθρωποι συγκεντρωνονταν σε ομάδες για να τα ακούσουν να διαβάζονται. Ακόμη και οταν ηταν μονοι, διαβάζαν φωναχτα. Στη σελίδα οι λέξεις δεν ήταν χωρισμένες μεταξύ τους και δεν υπήρχαν σημεία στιξης, πραγμα που σημαινε οτι ο αναγνωστης έπρεπε να στηρίζεται σε προηγούμενη γνωση για να βγαλει νοημα απο τα συνεχη γραμματα. Η εκφώνηση ηταν ο τροπος που γινόταν αρχικά κατανοητο ενα κείμενο και η απομνημόνευση, ο τρόπος που μεταφερόταν αυτη η κατανόηση.
Τοτε όμως συνέβη κατι. Οι ανθρωποι αρχισαν να διαβαζουν απο μεσα τους, μονοι τους.»


Η σιωπηρη αναγνωση ειναι επομένως ενα μεσο αυτοεπίγνωσης, οπως η αυτοεπιγνωση της αυπνιας- με τον γνωρίζοντα να παιρνει την ευθύνη για αυτο που γνωρίζει και να βρισκεται μονος του μεσα σε αυτο. Η υψηλοφωνη αναγνωση ειναι το μεσο διαχωρισμού και προφοράς των λέξεων, που απαιτει προηγούμενη γνωση, να την επιθέσει πανω στα συνεχη γραμματα, στις ενιαιες προτάσεις για να βγαλει νόημα, να δεχτει την επιβολή της υπνοβασίας.
Για τη σωματικοτητα στη διαρκεια της αναγνωσης και του υπνου.
Η τροποποιηση των σωματικών ενεργηματων και η καταβυθιση σε ενα ληθαργο, οπου η αναγνωση ειναι αυτοματη, εχει εγγεγραφτει στο σωμα και το μυαλο. Ταυτόχρονα όμως χρειαζομαι πληρη διανοητική επαγρυπνηση. Δηλαδη το σωμα και το μυαλο δουλευουν αλληλοεπικαλυπτόμενα σε συχνοτητες υπνοβασιας- αυτοματα- και αυπνιας- ξεχωριστης, επιμονης δραστηριοτητας.
Maryanne Wolf, «Ο εφιαλτης του Σωκρατη», Proust and the squid: The story and science of the reading brain, Προδημοσιευση στην Καθημερινη της Κυριακής, 23-09-07
«Οι γνωσεις που εχουμε απο την νευροψυχιατρική για το πως ο εγκέφαλος μαθαίνει να διαβάζει και πως μαθαίνει να σκεφτεται για αυτα που διαβάζει.
Γνωρίζουμε οτι κανενα ανθρωπινο πλασμα δεν γεννίεται γνωρίζοντας να διαβάζει. Μπορούμε να μαθουμε να διαβάζουμε μονο επειδη το μυαλο μας εχει την πρωτεϊκή ικανότητα να αναδιατάσσεται ωστε να μαθαίνει κατι καινούργιο. Χρησιμοποιωντας τεχνικές απεικόνισης για να ερευνήσουμε τον εγκέφαλο αρχαρίων αναγνωστών, μπορούμε να παρατηρήσουμε πως ενα δίκτυο νευρώνων αναπτύσσεται με βαση την αρχική δομή του. Στη διαδικασία αυτή, ο εγκέφαλος μεταβάλλεται με τροπους που μολις αρχιζουμε να κατανοουμε πληρως. Ειδικότερα, στον εγκέφαλο του εμπειρου αναγνωστη τα πρωτα χιλιοστά δευτερόλεπτα της αποκωδικοποίησης διανύονται σχεδόν τελείως αυτόματα μεσα σε αυτο το κύκλωμα. Αυτος ο αυτοματισμός ειναι που μας προσφέρει τα πολύτιμα χιλιοστα δευτερόλεπτου που χρειαζόμαστε για να παμε περα απο το αποκωδικοποιημένο κείμενο και να κανουμε δικές μας σκεψεις- κατι που αποτελει την καρδία της αναγνωστικής διαδικασίας. Η νευρολογια μας δειχνει το εκπληκτικο θαύμα του εγκεφάλου, που εχει αποκτήσει τη δεξιότητα της αναγνωσης και που χρησιμοποιει περιοχές και στους τεσσερις λοβού, και στα δυο ημισφάιρια του εγκεφάλου, για να κατανοησει δυσκολα κειμενα, κανοντας παραλληλα νεες σκεψεις που προχωρούν περα απο το κείμενο.»

Heinrich Von Kleist, «Πώς κατασκευάζονται σταδιακά οι σκεψεις κατα την ομιλία», Συλλογικός τόμος, Τοπικά Α: Πειθαρχία και γνώση, εκδ Νήσος,σελ 393-396
l’appetit vient en mangeant, l’idee vient en parlant.
«Αλλά καθώς εχω βεβαια καποια συγχεχυμένη παράσταση, η οποία βρίσκεται σε καποια μακρινή σχεση με αυτο που ψάχνω, ολη μου η διαθεση προσηλώνεται, μολις κανω μια τολμηρη αρχή και καθώς προχωρά η ομιλία, στην αναγκη να βρω ενα τελος για την αρχή που εκανα, εκείνη η συγχεχυμένη παράσταση διαμορφώνεται σε πληρη σαφήνεια, κατα τρόπον ωστε, προς μεγάλη μου εκπληξη, με το τελος της περιοδου η διαγνωση εχει συντελεστει. Ανακατευω αναρθρους ήχους, τραβώ τους συνδέσμους σε μάκρος, χρησιμοποιώ παραθέσεις εκει που δεν χρείαζεται, και επιστρατεύω και αλλα τεχνάσματα που επιμηκύνουν το λογο, για να κερδίσω το χρόνο που χρειαζεται για την κατασκευη της ιδεας μου στο εργαστηρι της Λογικής.
Για εκείνον που ομιλει, υπάρχει μια παράξενη πηγή ενθουσιασμού σε ενα ανθρώπινο πρόσωπο που βρισκεται απέναντι του και ενα βλεμμα που μας δηλώνει πως μια μισοδιατυπωμένη σκεψη εγινε ήδη κατανοητη μας προσφέρει συχνα την εκφραση για ολο το υπόλοιπο μισο της σκεψης.
Πιστευω πως καμποσοι ρητορες, τη στιγμη που ανοιγαν το στομα, δεν ηξεραν ακομη τι θα πουν. Η πεποίθηση όμως οτι θα αντλουσαν το πλήθος των αναγκαίων σκέψεων απο την υπάρχουσα κατάσταση και την εξ αυτης προερχόμενη διεγερση του πνευματος τους, τους εκανε αρκετα τολμηρους για να αρχίσουν ετσι στην τυχη..
Αυτος που ξεκινά να μιλα ειναι σαν...σε ενα σωμα που βρισκεται στην ηλεκτρική κατασταση μηδέν, όταν αυτό εισέρχεται στην ατμόσφαιρα ενός ηλεκτρισμένου σώματος, δημιουργείται ξαφνικά ο αντιθετος ηλεκτρισμός. Και οπως στο κατ’αυτον τον τρόπον ηλεκτρισμένο σωμα δια μιας διαδράσεως ο βαθμός ηλεκτρισμού που περιέχει ενισχύεται πάλι, ετσι και η τολμη του ρήτορα, ανήλθε, κατακεραυνώνοντας τον αντιπαλο του...
Μια ομιλία αυτού του είδους ειναι πραγματικη φωναχτή σκέψη. Οι σειρές των παραστάσεων και των σχέσεων τους προχωρούν η μια δίπλα στην αλλη και οι ενεργειες του πνευματος για το ενα και γαι το αλλο συμπίπτουν. Τοτε η γλωσσα δεν ειναι πια δεσμά, ας πούμε τροχοπέδη του πνευματος, αλλα δευτερος τροχός που γυρίζει παράλληλα στον αξονα του. κατι τελειως διαφορετικό ειναι οταν το πνευμα ειναι ηδη, πριν απο καθε ομιλία, ετοιμο με τη σκεψη. Γιατι τοτε πρεπει να περιοριστει στην εκφραση και μονο, και αυτη η δουλεια, που καθε αλλο παρα το διεγείρει, δεν εχει μαλλον καμια αλλη επίπτωση παρα να το εκτονώνει. ...
Αν λοιπον μια παρασταση εκφράζεται συγχεχημενα, αυτο δεν σημαίνει καθόλου πως την εχουμε σκεφτει συγχεχημενα. Μπορει μαλιστα ειδικα εκεινα που εκφράζονται πιο συγχεχυμενα να τα εχουμε σκεφτει με τη μεγαλυτερη σαφήνεια. Αλλα η ξαφνική αλλαγη της λειτουργίας, η μεταβαση του πνευματος τους απο τη σκεψη στην εκφραση, καταπίεσε παλι όλη του τη διέγερση που ηταν αναγκαία γαι τη συγκρότηση της ιδέας. Σε τετοιες περιπτώσεις ειναι απαραίτητο να μπορούμε να χειριζόμαστε τη γλώσσα με ευκολία, ωστε αυτο που σκεφτήκαμε εκείνη τη στιγμή, αλλα δεν μπορούμε να το εκφέρουμε ταυτόχρονα, τουλάχιστον να ακολουθήσει οσο πιο γρήγορα γινεται.
Γιατι δεν ειμαστε εμεις που ξερουμε, ειναι πρωτίστως μια συγκεκριμενη κατασταση μας που ξέρει.»



Svenbro J., Scheid J., Le métier du Zeus, Mythe du tissage et du tissu dans le monde gréco-romain, editions La decouverte, Paris 1994, page 130
«Pour introduire le paradigme du tissage dans le politique, Platon utilize en fait l’analogie de l’apprentissage des letters...Comment apprendre aux enfants a epeler les syllabes qu’ils n’arrivent pas a prononcer ? L’etranger explique qu’il faut juxtaposer syllables faciles et syllables difficiles pour que l’enfant puisse reperer dans les symplokais respectives de celles-ci, leures resemblances et leurs differences. A partir d’une sumploke de lettres deja connu et consideree comme facile, il appredra donc, par comparaison, la facon dont les grammata sont entralaces dans les syllabes qu’il ne connait pas encore. »
Platon ,Le politique, 277d, traduction et notes par E.Chambry,Flammarion, Paris 1969, page 199-200
L’etranger: Je parlerai, puisque, de ton cote, tu es prêt a me suivre. Nous savons, n’est ce pas ? que les enfants, quand il commencent a connaitre les lettres....
Socrate le jeune : Eh bien ?
L’etrnager : Ils distinguent assez bien chacun des elements dans les syllabes les plus courtes et les plus faciles et sont capables de le designer exactement.
Socrate le jeune : sans doute
L’entranger : Mais s’ils ne trouvent ces memes elements dans d’autres syllabes, ils ne les reconnaissent plus et en jugent et en parlent d’un maniere erronee.
Socrate le jeune : Certainement
L’entranger : Or le moyen le plus facile et le plus beau de les amener a connaitre ce qu’ils ne connaissent pas encora, ne serait-ce pas celui-ci ?
Socrate le jeune :Lequel ?
L’entranger : Les ramener d’abord aux groupes où ils avaient des opinions correctes sur ces memes letters, puis, cela fait, les placer devant les groupes qu’ils ne connaissent pas encore et leur faire voir, en les comparant, que les letters ont la meme forme et la meme nature dans les deux composes, jusqu’a ce qu’on leur ait montre, en face de tous les groupes qu’ils ignorant, ceux qu’ils reconnaissent exactement, et que ces groupes ainsi montres deviennent des paradigmes qui leur apprennent, pour chacune des lettres,dans quelque syllabe qu’elle se trouve, a designer comme autre que les autre celle qui est autre, et comme toujours la meme et indentique a elle-meme celle qui est le meme.
Socrate le jeune : Je suis entierement d’accord.


Brian Stock, Augustine the Reader: Meditation, Self-Knowledge, and the Ethics of Interpretation, Belknap Press, σελ 23-26
Η Ιστορια του Αυγουστινου ως αναγνωστη ξεκινα με μια προσευχή και μια ανακατασκευη του πως εμαθε να μιλαει.
Το ενδιαφερον χαρακτηριστικο του ειναι πως εξαρτα την εκπαιδευση της ψυχής ενος νεου με την ικανοτητα του να εχει προσβασει στο λογο.
Το κυριαρχο στοιχειο στη διαδικασία εκμαθησης ειναι η προσβαση στη μνημη. Οταν ενα αντικείμενο κατανομάζεται, και οταν, καθοδηγούμενοι απο τον ηχο, αυτοι που ειναι γυρω του κινούνται προς αυτο, το μικρό παιδί βλέπει τι συμβαίνει και και αντιλάμβάνεται οτι το όνομα ειχε σκοπο να τραβήξει την προσοχή προς το συγκεκριμενο αντικείμενο..


Saint Augustin, Les Confessions, Gallimard, 1998

Livre 1er, VI 8 «Je commencais ensuite a rire, d’abord dans mon sommeil, puis eveille: c’est ce que l’on ma revele sur moi et je l’ai cru; puisque tel est aussi, nous le voyons, le comportment d’autre enfants, car ce qu’li en etait alors de moi, je ne m’en souviens pas.
9.Reponds-moi, Dieu misericordieux, reponds a ma miserable supplice :Ou simplement a celle que j’ai passe dans le sein de ma mere-j’en ai entendu parler, et j’ai moi-meme vu des femmes enceintes ? Et avant cette period, qu’en etait-il, o ma Douceur, mon Dieu ? Ai-je ete quelque part, ai je ete quelqu’un ?
Je n’ai personne pour me le dire : ni mon pere, ni ma mere ne l’auraient pu, ni l’experience des autres, ni ma propre memoire.
Livre VIII
13. C’est que je n’etais plus un bebe sans parole, j’etais deja un enfant parleur. Cela je m’en souviens ; mais comment avais-je acquis le langage ? ce n’est que plus tard que je m’en rendis compte. Rien d’un enseignement ou des grandes personnes m’auraient instruit en me presentant, selon un ordre et un methode particuliers, les mots (comme, un peu plus tard, l’alphabet). Non, j’appris tout seul, avec l’intelligence que tu m’as donnee, mon Dieu : Je voulais, enseignant criant, gesticulant a tous vents, exprimer les intensions de mon coeur, pour qu’on obeît a ma volonte: mais, comme je ne pouvais ni exprimer tout ce que je voulais, ni faire a ceux que je voulais, j’y suppleais par ma memoire. Quand les gens nommaient un objet en accompagnant ce son d’un geste vers une chose, je regardais, et je retenais que cette chose s’appelait du son qu’ils faisaient resonner lors-qu’ils voulaient la designer. D’ailleurs cette intention apparaissait dans les mouvements du corps, sorte de langage naturel de tous les peuples, langue constitue par un regard, un clin d’oeil, des gestes, un intonation : ce sont la autant de signes du sentiment de l’ame, quand il s’agit de demander, posseder, rejeter ou fuir des realites. Et c’est ainsi que, les mots mis a leur place dans diverses phrases et souvent entendus, j’arrivais peu a peu a conclure de quels objets ils etaient les signes. Des lors, j’annoncais mes volontes par ce signes a l’apprentissage desquels ma bouche s’etait soumise.
Livre VI
8. Mais comment as-tu parle ? Serait-ce a la maniere de cette voix qui sortit des nuees ploclamant : « Celui-ci est mon fils bien-aime » ? Cette parole fut emise et transmite, avec un deput et une fin, syllabes sonnantes, qui passereent, la deuxieme apres la premiere, la troisieme apres la deuxieme, et ainsi de suite, jusqu’a tant que vint la derniere apres tous les autres, et apres elle, le silence. Il est manifestement evident qu’elle fut exprimee par le mouvement d’une creature, instrument temporel au service de ta volonte eternelle. Et de ce verbe-les paroles- forme pour un temps, l’oreille exterieure a transmis le message a l’intelligence en eveil, dont l’oreille interieure est a l’ecoute de ton verbe eternel.


Δεν υπάρχουν σχόλια: